- στιγμικός
- στιγ-μικός, ή, όν, μονάδες, i.e. geometrical points, Sophon.A in de An.31.17. Adv. -κῶς coincidently with the end of a word,
καταπεραιοῦν Eust.399.44
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπεραιοῦν Eust.399.44
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιγμικός — ή, όν, Μ [στιγμή] αυτός που ανάγεται στη στιγμή («στιγμικαὶ μονάδες» γεωμετρικά σημεία, Σοφον.). επίρρ... στιγμικῶς Μ με τελεία … Dictionary of Greek
στιγμικαί — στιγμικός in de An. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμικῶς — στιγμικός in de An. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)